Βρέθηκε το λήμμα
γιάμγιασι

Ετυμολογία: τουρκ. yamyaş = πολύ βρεγμένος

  • Άνω κάτω, τελείως ακατάστατο

    • -Αφήτσι του σπίκι τ'ς γιάμγιασι