Βρέθηκε το λήμμα
γέμουσ' (η)

Ετυμολογία: αρχ. γέμω (= γεμίζω)

  • Τα υλικά που βάζουμε για να γεμίσουμε ένα φαγητό (π.χ. μελιτζάνες, ντομάτες, κολοκυθάκια κ.τ.λ.)