Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: αρχ. γέμω (= γεμίζω)
Τα υλικά που βάζουμε για να γεμίσουμε ένα φαγητό (π.χ. μελιτζάνες, ντομάτες, κολοκυθάκια κ.τ.λ.)