Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: λατιν.
Ακουμπώ. Εγγίζω κάτι, αφήνω-τοποθετώ κάτι κάπου. Στηρίζομαι κάπου