Βρέθηκε το λήμμα
αγναγκίζου

Ετυμολογία: τουρκ. anladim, αόρ. του anlamak = εννοώ, αντιλαμβάνομαι

  • Εξηγώ, κάνω και καταλαβαίνει κάποιος κάτι