Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. anladim, αόρ. του anlamak = εννοώ, αντιλαμβάνομαι
Εξηγώ, κάνω και καταλαβαίνει κάποιος κάτι