Βρέθηκε το λήμμα
αδιαφόριτους (ι)
  • Άχρηστος, απρόκοπος (α+διά+φέρω) αυτός που δε φέρνει τίποτα, ασήμαντος, ανάξιος προσοχής

    • -Ούλ' κ' μέρα στου καφινέ κάτι (κάθεται). Αδιαφόριτους άθρουπους είνι