Βρέθηκε το λήμμα
ακγιές (οι)
  • οι άκρες

    • - Να τουν δεις χαρά, τα χείλια τ' στ'ς ακγιές τουν! = Με μεγάλο, πλατύ χαμόγελο που έφτανε ως τ' αφτιά του!