Βρέθηκε το λήμμα
αγνόφαγους (ι)

Ετυμολογία: αρχ. αγνός (ηθικά καθαρός, ανόθευτος) + φαγός (από τη ρίζα του αόρ. έφαγον του τρώγω)

  • Αυτός που διαλέγει την τροφή, ο εκλεκτικός