Βρέθηκε το λήμμα
αγριουλαγκίζου

Ετυμολογία: άγριος + λάτης (= ο πορευόμενος) -ζευγολάτης < αρχ. ελάτης < ελαύνω

  • Προκαλώ φόβο, δέος, τρομάζω, παρασύρω κάτι (άνθρωπο ή ζώο) προς τον αγριεμό, τον κάνω να αγριέψει

    • -Αγριουλάγκσι= αγρίεψε