Αστράφτω, λαμποκοπώ. Λέγεται και για κτυπήματα στο πρόσωπο
Ετυμολογία: αρχ. αγγείο < άγγος (= δοχείο) > αγγειό > ατζειό
shareΤο δοχείο νυκτός, το καθίκι
Οι μπακίρες, οι τρίφτες, οι κουτάλες κ.τ.λ. σκεύη τσομπανικής ή τα κατσαρολικά του σπιτιού
Βλέπω σκιές αγγέλων, μτφ. τρομάζω πολύ «άγγελος + σκιά > αγγελοσκιάζομαι]
Άγγιγμα
Μικρός γάντζος, σε κοντάρι, με τέσσερα άγκιστρα. Χρησιμοποιείται συνήθως από τους ψαράδες.