άσκολσουν (επιφών.)
  • Εύγε, συγχαρητήρια (και ειρωνικά).

    • -Μπράβου ντουν, άσκολσουν!
Επίσης:
ασκουλσούν Βλέπε:
ασκόχιντρα (η) Βλέπε:
ασλ'ί - φασλ'ί
  • Φύρδην - μίγδην

ασλί (του)
  • Το θεμέλιο, η βάση.

    • -Ήκσα πως πάς σκ' Αθήνα! Έχ' ασλί; = Είναι αλήθεια, έχει βάση;
ασουβάγκστους (ι)
  • Χωρίς ασβεστοκονίαμα (βλ. «σουβαγκίζου»)

ασουρές (ι)
  • Παχύρευστο γλύκισμα από βρασμένο σιτάρι, καρύδια

ασπάλαγκας (ι)
  • Θαμνώδες φυτό με αγκάθια

ασπάλαθρους (ι)
  • Ασπάλαθος=αγκαθωτός θάμνος που χρησιμοποιείται σε φράχτες

ασπαρκιά (η)
  • Το σπάρτο. Είδος ήμερου βρούλου με κίτρινα μυρωδάτα λουλούδια. Κάνει κρότο όταν καίγεται.

Επίσης:
ασπαρχιά (η) Βλέπε:
ασπέθα (η) Βλέπε:
ασπέτσα (η)
  1. Σπίθα

  2. μτφ. εξυπνάδα

    • -Ασπέτσις βγάζ' τα μάκια τ'= φαίνεται πανέξυπνος
Επίσης:
ασπόρδουλας (ι)
  • Το φυτό ασφόδελος

    • -Γιακί μπρε έδισις κ' κατσίκα στουν ασπόρδουλα;
ασπρουψιό πρόβατου (του)
  • Μαύρο πρόβατο με άσπρη όψη (μούρη)

ασπρόψ'
  • Πρόβατο με άσπρη μούρη (βλ. και μαυρόψ')

αστ'βάδις (οι)
  • Οι άνθρωποι που κουβαλούσαν και πουλούσαν αστ'βές

αστ'βή (η)

Ετυμολογία: αρχ. στοιβή > αστ'βή (με προθετικό α)

  • Είδος αγκαθωτού θάμνου που φυτρώνει σε άγονα μέρη. Μοιάζει στο σχήμα με κουνουπίδι και έχει πάμπολλα αγκαθάκια

    • -Μια αστ'βή για του καλό για να κάψουμι τουν ουβριό.
Επίσης:
αστ'βόρ'ζα (η)
  • Ρίζα αστ'βής (βλ. λ.)

ασταλός (ι)
  • Σκιερό μέρος όπου καταφεύγουν τα πρόβατα το καλοκαίρι

αστάχουμα (του)
  • Το ξεστάχυασμα των δημητριακών (στάχυς)

αστβή (η) Βλέπε:
αστιράδα (η)
  • Η ασπράδα πάνω στο κούτελο του ζώου.

αστοιβγιά (η) Βλέπε:
αστόχαστους (ι)
  • Απρεπής, αφιλότιμος, ασυλλόγιστος.

αστράβγου
  • Αστράφτω, λαμποκοπώ. Λέγεται και για κτυπήματα στο πρόσωπο

    • -Α σ' αστράψου μια, να σ' πω γω!
αστρουνόμους (ι)
  • Άτομο που συνήθιζε να λέει (προβλέπει) τον καιρό.

αστσ'μίζου
  • Ασχημίζω

αστσημνιά (η)
  • Ασχήμια

ασφάλαγκας (ι)
  • Ο τυφλοπόντικας

ατάτσ'τους (ι)
  • Ο αχτύπητος, αυτός που δεν έχει τεμαχιστεί - κομματιαστεί.

ατζ'άρς (ι)
  • Ο γεροδεμένος

ατζ'λώνου
  • Αγκυλώνω

ατζ'νάρα (η)
  • Αγκινάρα

άτζαμπα
  • Άραγε, τάχα

    • -Άτζαμπα ντα να φτάν'; = Άραγε τι να κάνει;
ατζάρα (η)
  • Κουμάρι, λαγήνι

ατζγγάν'ς (ι)
  • Ο σιδεράς αλλά και ο τσιγκούνης

ατζγγαναριό (του)
  • Σιδηρουργείο, το μαγαζί του πεταλωτή

ατζγκάνα (η)
  • Πρόβατο με πολύ σκούρο πρόσωπο

ατζγκανιά (η)
  • Η τσιγκουνιά

    • -Γι'ατζγκανιά τ' έ λέγιτι!
ατζειό (του)

Ετυμολογία: αρχ. αγγείο < άγγος (= δοχείο) > αγγειό > ατζειό

  • Το δοχείο νυκτός, το καθίκι

Επίσης:
ατζιά (τα)
  • Οι μπακίρες, οι τρίφτες, οι κουτάλες κ.τ.λ. σκεύη τσομπανικής ή τα κατσαρολικά του σπιτιού

ατζιαμ'λίκ' (του)
  • Αδαημοσύνη, άγνοια.

ατζίγγανους (ι)
  • Ο σιδεράς

ατζίδα (η)
  • Μικρό κομμάτι ξύλου, η ακίδα, το μικρό αγκάθι

ατζιλέλ' (του)
  • Αγγελούδι

    • - Παχιά τσ' όμουρφ' σαν ατζιλέλ'
άτζιλους (ι)
  • Ο άγγελος

ατζιλουστσιάζουμι
  • Βλέπω σκιές αγγέλων, μτφ. τρομάζω πολύ «άγγελος + σκιά > αγγελοσκιάζομαι]

    • -Ατζιλουστσιάσκα! = τρόμαξα πολύ
ατζμό (του)
  • Άγγιγμα

    • -Ατζμό έν έχ' του χαρανί! = κάτι που δεν πιάνεται (π.χ. επειδή καίει ή επειδή πονάει δεν εγγίζεται). Λέγεται και για κάποιον που δεν δέχεται κουβέντα

    • -Ατζμό έν έχ' τούτους!
ατζνάρ (του)
  • Μικρός γάντζος, σε κοντάρι, με τέσσερα άγκιστρα. Χρησιμοποιείται συνήθως από τους ψαράδες.