Βρέθηκε το λήμμα
αστ'βή (η)

Ετυμολογία: αρχ. στοιβή > αστ'βή (με προθετικό α)

  • Είδος αγκαθωτού θάμνου που φυτρώνει σε άγονα μέρη. Μοιάζει στο σχήμα με κουνουπίδι και έχει πάμπολλα αγκαθάκια

    • -Μια αστ'βή για του καλό για να κάψουμι τουν ουβριό.
Σχετικές λέξεις
αστβή (η)
αστοιβγιά (η)
αφάνα (η)