Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: αρχ. στοιβή > αστ'βή (με προθετικό α)
Είδος αγκαθωτού θάμνου που φυτρώνει σε άγονα μέρη. Μοιάζει στο σχήμα με κουνουπίδι και έχει πάμπολλα αγκαθάκια