Βρέθηκε το λήμμα
ασπέτσα (η)
  1. Σπίθα

  2. μτφ. εξυπνάδα

    • -Ασπέτσις βγάζ' τα μάκια τ'= φαίνεται πανέξυπνος
Σχετικές λέξεις
ασπέθα (η)