Βρέθηκε το λήμμα
τσινώνου
  • Κενώνω, αδειάζω, αποκαλύπτω

    • -Παγαίν στου σπίκι τ'ς τσι τα τσινών', μουρέλι μ', ούλα σκη θ'χατέρα τ'ς

    • -Πήγι τσι τα τσένουσι ούλα = πήγε και τα είπε όλα, τα έβγαλε όλα στη φόρα