Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ.
Στενή λωρίδα ξύλου, αιχμηρή στη μία άκρη, με την οποία έκλειναν τα τσουβάλια
Εξάρτημα του αργαλειού