Βρέθηκε το λήμμα
τσιραμίδ' (του)
  • Κεραμίδι

    • Φρ: τσιραμίδια που δε στάζουν, μη τα σαλαγάς = άσε τα πράγματα όπως έχουν, μην τα σκαλίζεις, αν δεν υπάρχει πρόβλημα