Βρέθηκε το λήμμα
τσόκαρου (του)
  • μτφ. υποτιμητικός χαρακτηρισμός γυναίκας.

    • -Άμα σι πιάσ' έιτουτου του τσόκαρου στου στόμα τ'ς έν έχ' τιλιουμό!