Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. ζιζυφέα
Τζιτζυφιά (δένδρο που παράγει εδώδιμους καρπούς)