Βρέθηκε το λήμμα
τουτάμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. tutam: bir tutam baharat = μια δόση μπαχαρικών (από το κινημ. έργο «Πολίτικη κουζίνα)

  1. Μήκος χειρολαβής

  2. Μικρή ποσότητα κάποιου πράγματος που πιάνεται στα δάχτυλα

    • -Ένα τουτάμ ραδίτσια