Ρημάδι (ό,τι ρημάχτηκε, λεηλατήθηκε, καταστράφηκε. Ερείπιο, χάλασμα)
Το ρημάδι, το ερείπιο
Ουζάκι.
Ετυμολογία: τουρκ. râhat hulkum
shareΛουκούμι που μοίραζαν στις κηδείες
Ετυμολογία: τουρκ. rahat = χουζούρι
shareΑυτός που του αρέσει να ραχατεύει, να κάνει ραχάτι
Ετυμολογία: τουρκ. rahvan
shareΤο βάδισμα του αλόγου σε κανονικό ρυθμό (η στρωτή περπατησιά). βλ. και λ. «ραφάν»
Ετυμολογία: γενουατ.
shareΕπισφαλής, αβέβαιος, επικίνδυνος
Βραδιάζω
Ο ακατάστατος και ακανόνιστος κυματισμός που δημιουργείται από άνεμο ο οποίος είτε έχει ήδη κοπάσει είτε πρόκειται να φθάσει εντός ολίγου
Ετυμολογία: αρχ. ρέγχω > ρέγκω (= ροχαλίζω)
shareΒλεννώδης κιτρινωπή ύλη που εκκρίνουν οι ρινικές κοιλότητες ή οι βρόγχοι, το φτύμα
Φυτό που κάνει καρπό σαν το πιπέρι και με αυτό βάφουν τα αυγά. Συνήθως φύεται στα χωρίσματα των χωραφιών (ντουβάρια). Χρησίμευε και ως χρωστική ουσία και μ' αυτό έβαφαν τα μάλλινα πλεκτά (κάλτσες - φανέλες)
Ερευνώ, ψάχνω, φροντίζω
Ετυμολογία: τουρκ. rezillik
shareΠάθημα ή πράξη που προκαλεί ντροπή, Ρεζίλεμα
Ετυμολογία: τουρκ. remmâl>remil = (παλιά) απατεώνας
shareΆνθρωπος τιποτένιος - ανάξιος, αλήτης
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΗ παράκληση, η ανάγκη, η εξυπηρέτηση, το θέλημα