Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. rezillik
Πάθημα ή πράξη που προκαλεί ντροπή, Ρεζίλεμα