Βρέθηκε το λήμμα
ριζιλίκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. rezillik

  • Πάθημα ή πράξη που προκαλεί ντροπή, Ρεζίλεμα

    • -Ντα είνι μπε τούτα τα ριζιλίκια; Ε ντρέπισι κουμμάκ';