Βρέθηκε το λήμμα
ρημνώ
  • Ερευνώ, ψάχνω, φροντίζω

    • -Ρέμνουμ' = Ερευνούσα

    • -Ρέμνσα ούλις τσι τσέπις μ' τσ' ε τουν ήβρα τουν έρμου του καπνό!