Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Φυτό που κάνει καρπό σαν το πιπέρι και με αυτό βάφουν τα αυγά. Συνήθως φύεται στα χωρίσματα των χωραφιών (ντουβάρια). Χρησίμευε και ως χρωστική ουσία και μ' αυτό έβαφαν τα μάλλινα πλεκτά (κάλτσες - φανέλες)