Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: αρχ. ερεύγομαι (= εμώ, ρεύομαι, φτύνω)
Με θόρυβο βγάζω αέρα από το στόμα