Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. rahat = χουζούρι
Αυτός που του αρέσει να ραχατεύει, να κάνει ραχάτι