Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. remmâl>remil = (παλιά) απατεώνας
Άνθρωπος τιποτένιος - ανάξιος, αλήτης