Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: αρχ. ρέγχω > ρέγκω (= ροχαλίζω)
Βλεννώδης κιτρινωπή ύλη που εκκρίνουν οι ρινικές κοιλότητες ή οι βρόγχοι, το φτύμα