Βρέθηκε το λήμμα
ρέχα (η)

Ετυμολογία: αρχ. ρέγχω > ρέγκω (= ροχαλίζω)

  • Βλεννώδης κιτρινωπή ύλη που εκκρίνουν οι ρινικές κοιλότητες ή οι βρόγχοι, το φτύμα