Βρέθηκε το λήμμα
πρέκ' (του)

Ετυμολογία: μσν. πρέκιον, πιθανώς από το αρχ. πρίω (= συνδέω, σφίγγω)

  • Επιστέγασμα κουφώματος (ξύλινο οριζόντιο δοκάρι πάνω από το άνοιγμα του παραθύρου ή της πόρτας, για να στηρίζει τον τοίχο στο άνοιγμα αυτό)