Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. πρέκιον, πιθανώς από το αρχ. πρίω (= συνδέω, σφίγγω)
Επιστέγασμα κουφώματος (ξύλινο οριζόντιο δοκάρι πάνω από το άνοιγμα του παραθύρου ή της πόρτας, για να στηρίζει τον τοίχο στο άνοιγμα αυτό)