Βρέθηκε το λήμμα
πουτάζου
  • Καταφέρνω να κρατήσω σε επάρκεια ή σε διαρκή χρήση, ή συνέχεια κάτι. Αποκτώ και διατηρώ.

    • - Νε ψουμί πουτάζου νε καπνό

    • τσι πιο πουλύ απ' του σπίκι μ' π'νώ