Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Καταφέρνω να κρατήσω σε επάρκεια ή σε διαρκή χρήση, ή συνέχεια κάτι. Αποκτώ και διατηρώ.