Βρέθηκε το λήμμα
πούτσους (ι)

Ετυμολογία: ίσως σλαβ. butsa (=εξόγκωμα, προεξοχή) ή από το αρχ. πόσθη (=ακροβυστία το πέος)

  1. Ονομασία του ανδρικού μορίου

  2. μτφ. Γυναίκα που προκαλεί, που γουστάρει και κυνηγάει άνδρες.

    • -Μι τούτου του πούτσου κη γ'τον'σσα ε θα ν έχουμι καλά ξιτέλια = με την προκιλητικότητά της δεν θα έχουμε καλό τέλος