Βρέθηκε το λήμμα
πουσύρνου
  • Τραβώ μια δουλειά ή μια σοδειά προς το τέλος της. Αποσύρω

    • -Πουσύρας πλιά τα σύκα.

    • -Πόσυρι πλιά η δ'λειά