Βρέθηκε το λήμμα
προυκουμμένους (ι)
  • Προκομμένος αλλά και ανάξιος, ανίκανος (ειρωνικά)

    • -Ι προυκουμμένους ι γιός μ' τα ποίτσι μπιλούρ = τα έκανε θάλασσα