Βρέθηκε το λήμμα
πατώ
  1. Πατάω

  2. μτφ. ξεπερνώ

    • -Πατήσαμι του Γιακήμ.= δηλ. τον ξεπεράσαμε π.χ. στα κατορθώματα κ.τ.λ. (κάναμε περισσότερα από αυτόν).