Βρέθηκε το λήμμα
πιζιβένγκ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. pezevenk = μαστροπός

  • Πεζεβέγκης = αισχρός άνθρωπος, αχρείος, ρουφιάνος, ψεύτης