Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ξι + χάλαρο (= χάλασμα, ερείπιο) + ώνω (κατάλ.)
Βγάζω τις πέτρες και τα χώματα από ένα μέρος