Βρέθηκε το λήμμα
ξουριάζου
  • Μένω ακυβέρνητος με σκάφος (π.χ. όταν η βάρκα μου, λόγω κακοκαιρίας, απομακρύνεται, παρά τη θέλησή μου, από τον τόπο προορισμού μου π.χ. από το λιμάνι).

    • -Ι τσιρός ξούριασι του καΐκ.

    • -Ήβγαμι να ψαρέψουμι, σκώστσι ένας αγέρας, μας ξόρ'σι σκη Χιό.