Βρέθηκε το λήμμα
ξιπέτσουτα (τα)
  • Είδος τσομπάνικων παπουτσιών, ραμμένα στο πλάι απ'έξω, με λουράκι αντί για κορδόνια και πάτο από καουτσούκ

Σχετικές λέξεις
ξόπιτσα (τα)