Βρέθηκε το λήμμα
ξοδ (του)
  1. Οδυρμός και κλάματα, μεγάλη θλίψη

    • -Του ξόδ έκανι = έκλαψε πολύ για την καταστροφή που τον βρήκε
  2. Ο νεκρός που κηδεύεται (τον βγάζουν από το σπίτι)