Βρέθηκε το λήμμα
ξουμπλιάζου
  1. Ζωγραφίζω, σχεδιάζω

  2. μτφ. κουτσομπολεύω, κακολογώ

    • -Ντα φτάν'ς έφτου; Μι ξουμπλιάζ'ς; = με ζωγραφίζεις; ή με κακολογείς;