Βρέθηκε το λήμμα
μνουχίζου
  • Ευνουχίζω = καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες, καθιστώ στείρο.

    • -Του μνούχ'σα του παλιόσ'λου τσ' ησύχασα