Βρέθηκε το λήμμα
μισιά (η)
  1. Λουρί με το οποίο δένουν το σαμάρι πάνω στο ζώο, περνώντας το κάτω από την κοιλιά του.

  2. Η μεσαία

    • -Μισιά τάξ' = μεσαία (κοινωνική) τάξη