Βρέθηκε το λήμμα
μισάντρα (η)

Ετυμολογία: ίσως τουρκ. musandıra = ντουλάπα για στρώμα, τοίχος που χωρίζει δύο αυλές

  • Εντοιχισμένη ντουλάπα, συνήθως χωρίς φύλλα. Το άνοιγμά της το κάλυπτε μια κουρτίνα (μπερντές) από χοντρό ύφασμα