Βρέθηκε το λήμμα
κατουρμένα (τα)
  1. Τα ρούχα που έχουν ποτισθεί με ούρα.

  2. μτφ. η αποχώρηση από κάποια σχέση ή δεσμό στη φράση:

    • - Πήρι τα κατουρμένα τ'ς τσ' έφ'γι = έφυγε με κατεβασμένο κεφάλι.