Βρέθηκε το λήμμα
καϊμακάμ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kaymakam = τίτλος ανώτερου υπαλλήλου, βαθμός στρατιωτικού στην Τουρκία

  • Διοικητής