Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Αρωματικό αυτοφυές πολυετές φυτό με το οποίο οι ιερείς ραίνουν τις εκκλησίες το πρωί του Μ. Σαββάτου.