Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Πεταλώνω.
μτφ. πουλώ ακριβά τα προϊόντα μου, ξεγελώ (θεωρώντας πως ο άλλος υστερεί σε νοημοσύνη)