Βρέθηκε το λήμμα
καλ'βώνου
  1. Πεταλώνω.

  2. μτφ. πουλώ ακριβά τα προϊόντα μου, ξεγελώ (θεωρώντας πως ο άλλος υστερεί σε νοημοσύνη)