Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Στερεώνω-ακινητοποιώ μέλος του σώματος που έχει υποστεί κάταγμα (πρακτική που ακολουθούσε η Βαγιούδα -πρακτική ορθοπεδικός του χωριό)