-Μ'δώτσι μια πα στου καλάμ' τσι μι πέθανι στου πόνου!
Το καλάμι 3) Το ψάρεμα που γίνεται με καλάμι
- Α μπάγου στου ψάριμα μι του καλάμ'
Φρ.: Φουσκώνου απ' του καλάμ'
-Για δε τίλια γίντσι, ένα τόγ' (= μια χοντρέλα), θαρρείς τσι κ' έχ'ς φουσκουμέν' απ' του καλάμ'! (για να γδάρουν τα πρόβατα βάζανε ένα καλάμι από κάποιο πόδι και φουσκώνανε το δέρμα του)