Βρέθηκε το λήμμα
καλάμ' (του)
  1. Η κνήμη

    • -Μ'δώτσι μια πα στου καλάμ' τσι μι πέθανι στου πόνου!
  2. Το καλάμι 3) Το ψάρεμα που γίνεται με καλάμι

    • - Α μπάγου στου ψάριμα μι του καλάμ'
  3. Φρ.: Φουσκώνου απ' του καλάμ'

    • -Για δε τίλια γίντσι, ένα τόγ' (= μια χοντρέλα), θαρρείς τσι κ' έχ'ς φουσκουμέν' απ' του καλάμ'! (για να γδάρουν τα πρόβατα βάζανε ένα καλάμι από κάποιο πόδι και φουσκώνανε το δέρμα του)