Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Πήλινο στενόμακρο δοχείο μικρού μεγέθους για γλυκά και άλλα τρόφιμα (αρχ. κορύππιον - κουρούπι - κουτρούπ)