Βρέθηκε το λήμμα
κουτρούπ' (του)
  • Πήλινο στενόμακρο δοχείο μικρού μεγέθους για γλυκά και άλλα τρόφιμα (αρχ. κορύππιον - κουρούπι - κουτρούπ)