Βρέθηκε το λήμμα
κούτιλου (του)

Ετυμολογία: μσν. κούτελον < μτγν. κότυλον < αρχ. κότυλος < κοτύλη (= δοχείο, κοιλότητα)

  • Το μέτωπο

    • -Καλά τσι του τσιρατέλ' τίλια ήβγι πα στι κουκαλιάρ' του κούτιλου;