Βρέθηκε το λήμμα
κουτσ'λιά (η)
  • Κουτσουλιά

    • μτφ.:Πιάσ' κη' κουτσ'λιά τ'= τώρα, πάει, έφυγε, δεν μπορείς να τον βρεις.
Σχετικές λέξεις
κουτσίλα
κουτσλιά (ι)