Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. kütük = κούτσουρο, κορμός, μτφ. άξεστος, αδιάκριτος
Χοντρό ξύλο για τη φωτιά, κούτσουρο.
μτφ. άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο
ταβέρνα (κουτούκι)