Βρέθηκε το λήμμα
κουτούτς (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kütük = κούτσουρο, κορμός, μτφ. άξεστος, αδιάκριτος

  1. Χοντρό ξύλο για τη φωτιά, κούτσουρο.

  2. μτφ. άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο

  3. ταβέρνα (κουτούκι)